- μεγαλοποιώ
- μεγαλοποιώ, μεγαλοποίησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεγαλοποιώ — (Α μεγαλοποιῶ, έω) 1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ 2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε ποιῶ] … Dictionary of Greek
μεγαλοποιώ — μεγαλοποίησα, παρουσιάζω ή φαντάζομαι κάτι μεγαλύτερο από όσο είναι, υπερβάλλω, εξογκώνω: Πάντα μεγαλοποιεί όσα του συμβαίνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
δεινώ — δεινῶ ( όω) (Α) [δεινός] παριστάνω κάτι φοβερότερο απ ό,τι είναι, μεγαλοποιώ … Dictionary of Greek
εκδεινώ — ἐκδεινῶ ( όω) (Α) παρουσιάζω κάτι σαν να είναι φοβερό, μεγαλοποιώ … Dictionary of Greek
εκμεγαλύνω — ἐκμεγαλύνω (Μ) μεγαλοποιώ, υπερβάλλω … Dictionary of Greek
εκτραγωδώ — ( έω) (AM ἐκτραγῳδῶ) εκθέτω κάτι με δραματικό τρόπο, μεγαλοποιώ αρχ. μσν. 1. περιγράφω με συγκινητικό τρόπο, παρουσιάζω κάτι τραγικότερο από ό,τι είναι 2. απαγγέλω με τραγικό τρόπο 3. απαγγέλλω, ρητορεύω 4. αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω … Dictionary of Greek
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek